- εφίημι
- (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι)νεοελλ.(μόνο το μέσ.) εφίεμαιεπιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμίαμσν.-αρχ.μέσ. ἐφίεμαιαποβλέπω σε κάτιαρχ.1. στέλνω σε κάποιον2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι3. (για πράγματα και ειδ. για το βέλος) ρίχνω, ακοντίζω εναντίον κάποιου4. (με εχθρ. σημ.) απλώνω τα χέρια πάνω σε κάποιους5. (για πράγματα και γεγονότα ή για τη μοίρα) προβάλλω κάτι σε κάποιον, ρίχνω, στέλνω σε κάποιον6. δίνω κάτι, χαρίζω7. απευθύνω εναντίον κάποιου («τέκνοις ἀρὰς ἐφήσω», Αισχύλ.)8. (με εχθρική σημ.) στέλνω εναντίον κάποιου9. (για το νερό) αφήνω μέσα10. απλώς αφήνω11. εξαπολύω12. βάζω, ρίχνω μέσα σε κάτι («ἐς λέβητ' ἐφῆκεν ἔψεσθαι μέλη», Ευρ.)13. αφήνω χαλαρό, ιδίως το χαλινάρι, χαλαρώνω14. παραχωρώ, δίνω, αφήνω σε κάποιον15. χορηγώ16. (με απαρμφ.) επιτρέπω17. διατάζω18. παραδίδω19. εγκαταλείπω, αφήνω20. παραδίδω τον εαυτό μου σε κάτι («ἐφιέντες ἰσχυρῷ γέλωτι», Πλάτ.)21. (για ζώα) αφήνω το αρσενικό πάνω στο θηλυκό22. (ως δικαν. όρος) αναθέτω σε κάποιον την κρίση, αφήνω σε κάποιον να αποφασίσει, να αποφανθεί23. αναφέρομαι, απευθύνομαι, προσφεύγω προς απόφαση(«ἐφῆκεν ἡμᾱς εἰς τὸ δικαστήριον», Δημοσθ.)24. εκκαλώ, εφεσιβάλλω, κάνω έφεση τής υποθέσεως25. μέσ. α) παραγγέλλω, διατάσσωβ) προτρέπωγ) επιθυμώ, ποθώ, θέλωδ) στέλνω εντολές, διαταγέςε) επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτιστ) (για αγώνες) αποβλέπω σε κάτι, σκοπεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵημι «ρίχνω»].
Dictionary of Greek. 2013.